πηγούνι

πηγούνι
το
βλ. πιγούνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηγούνι — το, Ν βλ. πιγούνι …   Dictionary of Greek

  • ορθογενεία — η ανθρωπολ. η κατάσταση τών ανθρώπων που έχουν το γένειο, δηλ. το πηγούνι, στην κανονική θέση, που ούτε προεξέχει ούτε είναι προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + γένειο «πηγούνι»] …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανθερεών — ἀνθερεών, ο (Α) 1. ο λαιμός 2. το πηγούνι 3. ο φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. ανθερ < αθήρ «η άκρη του σταχιού»] …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • επανθερεών — ἐπανθερεών και ἀνθερεών, ο (Α) η γενειάδα, το πηγούνι …   Dictionary of Greek

  • κοιλογένειος — κοιλογένειος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει κοίλωμα, λακάκι στο γύρω από το γένι μέρος, στο πηγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, πυρρο γένειος] …   Dictionary of Greek

  • μακρογένειος — μακρογένειος, ον (AM) αυτός που έχει μακρύ πηγούνι, μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ γένειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”